Σάββατο 1 Αυγούστου 2015

ΣΤΑΥΡΟΣ ΓΕΩΡΓΙΑΔΗΣ ΤΟΥ ΔΗΜΗΤΡΙΟΥ - ΒΙΟΓΡΑΦΙΚΟ

ΣΤΑΥΡΟΣ ΓΕΩΡΓΙΑΔΗΣ ΤΟΥ ΔΗΜΗΤΡΙΟΥ
(Ένας σωτήρας αγωνιστής )

Του Νίκου Γεωργιάδη*
Μέσα στη θύελλα και τις θηριωδίες των Τούρκων, ο μικρός τότε Σταύρος, περιμαζεύτηκε μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή, από γνωστούς και συγγενείς κι έγραψε κι αυτός, όπως όλοι οι Μικρασιάτες τη δική του μοναδική Οδύσσεια.
Η τραγωδία των Ελλήνων του Δυτικού Πόντου, όπου ανήκει και η γενέτειρά του Γιομέσκιολι της Σαμψούντας, (Αμισού), άρχισε, όταν στις 19 Μαΐου 1919 έφτασε στην Αμισό ο Μουσταφά Κεμάλ με την απόφαση να εξοντώσει τον Ελληνισμό του Πόντου. Μέσα στα επόμενα τρία χρόνια μαρτυρίου περισώθηκε και έφυγε για την Ελλάδα, τη Μεγάλη Πατρίδα των παιδικών ονείρων του.
Ο Γεωργιάδης Σταύρος του Δημητρίου και της Κυριακής γεννήθηκε στις 14 Σεπτεμβρίου 1916 και ήταν το μονάκριβο παιδί των ευκατάστατων γονιών του. Τη μάνα του τη σκότωσαν οι Τούρκοι και από τ’ αδέλφια του πατέρα του το Λάζαρο τον σκότωσαν επίσης οι ορδές του Τοπάλ Οσμάν, ενώ ο Δημητρός με το γιο του Σταύρο και ο αδελφός του Αναστάσης με τα δυο του παιδιά, τη Σοφία και τη Μαρία, επιβιβάστηκαν -σύμφωνα με τη Συνθήκη Ανταλλαγής πληθυσμών της Λοζάνης το 1923- σε πλοίο από τη Σαμψούντα και αποβιβάστηκαν στο Πειραιά.
Η γνωστή απροθυμία των Παλαιοελλαδιτών να τους δεχθούν για εγκατάσταση, τους ανάγκασε να φύγουν βορειότερα. Πρώτα βρέθηκαν στο Βόλο και στη συνέχεια στη Λάρισα. Δεν ρίζωσαν όμως ούτε εκεί και ανεβαίνοντας πάντα βόρεια, βρέθηκαν στη Μακεδονία, εκεί που ήθελε να εγκαταστήσει το κράτος το μεγαλύτερο όγκο της προσφυγιάς, στη θέση των περισσότερων Μουσουλμάνων που θα έφευγε για την Τουρκία. Από τη Θεσσαλονίκη που είχε μετατραπεί το μεγαλύτερο διακομιστικό κέντρο της προσφυγιάς, προωθήθηκαν με το τρένο ανατολικά και κατέβηκαν στη Δράμα. Η πόλη ήταν πλημμυρισμένη από κόσμο που ζητούσε ανθρώπους που έχασε στη θύελλα των διώξεων, στέγη να ξεκουράσει το βασανισμένου του κορμί και τροφή να συνεχίσει να ζει.
Και επειδή η προτεραιότητα από τις αρχές ήταν να κατοικηθούν κατά προτεραιότητα τα χωριά του βόρειου ορεινού όγκου του Νομού απ’ όπου έφυγαν πολλοί Μουσουλμάνοι, κατέληξε και ο Σταύρος με το πατέρα του και άλλους συγγενείς και γνωστούς στην Πλατανιά.
Εκεί, προτού ανδρωθεί, σε ηλικία μόλις 16 ετών γνώρισε και παντρεύτηκε την Παρθένα Καπνίδου από τη διπλανή Πτελέα με την οποία απέκτησε 5 παιδιά.
Στην ιερή μνήμη του, μας περιγράφει σήμερα ο γιος του Νίκος, με την περηφάνια που δικαιούται, μια πρωτοβουλία του πατέρα του, από τον καιρό της βουλγαρικής κατοχής, που έσωσε τη ζωή των κατοίκων ολόκληρου του χωριού του.


Στις 30 Σεπτεμβρίου 1941, με προσωπική του πρωτοβουλία ο Σταύρος έσωσε ολόκληρο το χωριό του από την καταστροφή και τους κατοίκους του από βέβαιο θάνατο.
Ο Λεοντής Θεοδωρίδης, επιτέθηκε με όπλο στο Βούλγαρο Πρόεδρο του χωριού, στο δρόμο από το Θαμνωτό προς την αριστερή πλευρά του  Σιδ. Σταθμού Πλατανιάς, στην περιοχή Πλατάνι.

Το έμαθε ο Σταύρος από τον ίδιο το Λεοντή και ανησύχησε. Του είπε πως είναι το θέμα πολύ σοβαρό, γιατί θα έχει τραγικές συνέπειες σε βάρος των κατοίκων του χωριού και όχι μόνο και απομακρύνθηκε βιαστικά.
Πήρε μαζί του τον Τοτόκη και κατευθύνθηκε προς την τοποθεσία που του είπε ο Λεοντής. Βρήκε πράγματι το Βούλγαρο Πρόεδρο πεσμένο σ’ ένα χαντάκι μέσα στα αίματα, ο οποίος του έδειξε το τραυματισμένο του πόδι λέγοντας Τούκα, τούκα, που σημαίνει εδώ, εδώ. Εννοούσε να τον πυροβολήσει στο μέτωπο.
Ο Σταύρος του είπε με κούνημα του χεριού ΟΧΙ και άρχισε να του προσφέρει τις πρώτες βοήθειες. Του καθάρισε όσο μπορούσε την πληγή και την έδεσε μ’ ένα  κομμάτι πανί που έκοψε από το υποκάμισό του. Από τα γύρω αγριόδεντρα έκοψαν ξύλα με τον Τοτόκη και έφτιαξαν ένα πρόχειρο φορείο με το οποίο τον μετέφεραν σε σημείο όπου μπορεί να φτάσει κάρο. Και αμέσως είπε στον Τοτόκη να πάει στο Θαμνωτό, στο σπίτι του φίλου του Πενόγλου και να του ζητήσει να έρθουν με το κάρο του να παραλάβουν τον Πρόεδρο. Έτσι και έγινε. Πήγαν, φόρτωσαν στο κάρο το Βούλγαρο τραυματία και κατευθύνθηκαν προς το χωριό.
Με την είσοδο του κάρου στην Πλατανιά, άρχισε μια αναμενόμενη αναταραχή. Κινητοποιήθηκαν οι βουλγαρικές αρχές, στρατός και χωροφυλακή και άρχισαν να συγκεντρώνουν τους κατοίκους μπροστά στο σπίτι του Σπυράκου Παπαδόπουλου και στο κεντρικό αλώνι του χωριού. Έστησαν τα πολυβόλα μπροστά τους και περίμεναν τη διαταγή εκτέλεσης. Ακολούθησαν στιγμές πανικού, σύγχυσης, απελπισίας, κραυγών και φρίκης.
Κάποια στιγμή έφτασε και το κάρο με τον τραυματία Πρόεδρο στην Πλατεία του χωριού. Εκεί τον ρώτησε ο Σταύρος πού θέλει να τον πάνε και η απάντηση ήταν να τον μεταφέρουν στο σπίτι του Περσέα. Ζήτησε μάλιστα με ιδιαίτερη έμφαση να ειδοποιηθούν όλοι οι κάτοικοι του χωριού μην ασκηθεί βία εναντίον τους.  Απευθυνόμενος και προς τους υπεύθυνους του στρατού και της χωροφυλακής διέταξε να αφήσουν ελεύθερους όλους του συγκεντρωμένους. Τους εξήγησε ο ίδιος ότι αυτός που του επιτέθηκε δεν ήταν Πλατανιώτης αλλά ένας ξένος περαστικός. Το περιστατικό αυτό, που αναφέρεται παραπάνω, δημοσιεύθηκε στο βιβλίο «Πλατανιά Δράμας 1922 – 2006» , σελίδα 187 – 188, του καθηγητού - συγγραφέα Καλαϊτζίδη Κώστα.

Ο σωτήρας του χωριού, δεν έπαυσε ποτέ να ανησυχεί και να προβληματίζεται από τις βιαιότητες των κατακτητών και ήθελε να κάνει τα πάντα για να δει μια μέρα ελεύθερη την πατρίδα του. Και ενώ σκεφτόταν πώς να τους αντιμετωπίσει πρόλαβαν και τον συνέλαβαν το καλοκαίρι του 1942 μαζί με άλλους άνδρες της περιοχής και τον οδήγησαν τουρτουβάκι (όμηρο καταναγκαστικής εργασίας) στη Βουλγαρία. Επειδή όμως είδε ότι δε θα άντεχε για πολύ στη σκληρή εργασία με ελάχιστο ψωμί και νεροζούμι φαγητό μια φορά την ημέρα, κατάφερε να δραπετεύσει μαζί με άλλους  και να περάσει τα ελληνικά σύνορα.
Και ένα πρωινό του φθινόπωρου του 1943, πήρε την απόφαση να πάρει τα βουνά και να υπερασπιστεί την πατρίδα του ως αντάρτης με πολλούς άλλους γνωστούς συγγενείς του, που και στην Τουρκία υπερασπίστηκαν την ελευθερία του Πόντου εναντίον των ληστών του Τοπάλ Οσμάν. Σε αντίποινα οι Βούλγαροι συνέλαβαν και οδήγησαν αιχμάλωτο τον πατέρα του στη Βουλγαρία.
Εντάχθηκε στο Αρχηγείο του Αντώνη Φωστηρίδη στο Τσαλ Νταγ μαζί με τους καπετάνιους Χαράλαμπο Χατζηπαναγιώτου, Θεοφάνη Ιωαννίδη, Ιορδάνη Ανανιάδη, Ηρακλή Τοπαλίδη, Γοβάνογλου Δημήτριο και πολλούς άλλους. Έλαβε μέρος σε πολλές μάχες εναντίον του βουλγαρικού στρατού και των ανταρτών του ΕΛΑΣ και παρέδωσε τον οπλισμό του με τη Συμφωνία της Βάρκιζας το Φεβρουάριο του 1944.
Αργότερα, κατά την περίοδο του αδελφοκτόνου εμφυλίου, ο Σταύρος συνέχισε κοντά στο Φωστηρίδη τον αγώνα κατά του μπολσεβικισμού και μάλιστα υπηρέτησε ως υπεύθυνος των αιχμαλώτων, λόγω της εντιμότητάς και του υψηλού αισθήματος δικαίου που τον διέκρινε.
Μετά το τέλος του εμφυλίου επέστρεψε στο σπίτι του και συνέχισε την ζωή του αγρότη. Ανέθρεψε και μεγάλωσε με τη γυναίκα του τα παιδιά του και έφυγε ήρεμος από τη ζωή στα βαθιά γεράματα στις 14 Νοεμβρίου 2004.


  • Γεωργιάδης Νικόλαος του Σταύρου, Τηλ. 6977618352

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου